αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
ἅλατι — ἅλας salt neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek
ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… … Dictionary of Greek
αλατάς — Μικρό νησί (υψόμ. 10 μ., 5 κάτ.) του Παγασητικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικερίου του νομού Μαγνησίας. Στο νησί υπάρχουν τα διαλυμένα μοναστήρια των Αγίων Σαράντα και της Μεταμόρφωσης. Το 1822 έγινε στον Α. φονική μάχη μεταξύ… … Dictionary of Greek
αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… … Dictionary of Greek
αλαταριά — η [αλάτι] 1. πέτρινη πλάκα, πάνω στην οποία τοποθετούν οι βοσκοί αλάτι ανάμικτο με άλλη τροφή (αλεύρι κ.λπ.) για να φάνε τα πρόβατα και οι κατσίκες 2. η πέτρα, με την οποία τρίβουν το αλάτι … Dictionary of Greek
αλατιά — η [αλάτι] 1. μέρος όπου υπάρχει ή παράγεται πολύ αλάτι, αλυκή 2. έδαφος περιεκτικό σε αλάτι, αρμυρότοπος … Dictionary of Greek
αλατωρυχείο — Ορυχείο ορυκτού αλατιού, αλλά και γενικότερα τόπος όπου γίνεται εξαγωγή διαφόρων ορυκτών αλάτων που έχουν μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία. Τα κοιτάσματα του αλατιού είναι κάποτε υπόγεια γιατί το ορυκτό είναι ευδιάλυτο στο νερό. Στα ορυχεία… … Dictionary of Greek